- μακροχρονίζω
- 1. μετ. затягивать, задерживать;2. αμετ. 1) долго продолжаться, затягиваться; 2) долго жить, существовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακροχρονίζω — (AM μακροχρονίζω) [μακροχρόνιος] ζω ή διαρκώ πολλά χρόνια, γίνομαι μακροχρόνιος νεοελλ. παρατείνω μια ενέργεια για μεγάλο χρονικό διάστημα, χρονίζω, χρονοτριβώ, βραδύνω, καθυστερώ … Dictionary of Greek
μακροχρονίσῃ — μακροχρονίζω aor subj mid 2nd sg μακροχρονίζω aor subj act 3rd sg μακροχρονίζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροχρονίσωσιν — μακροχρονίζω aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροχρονώ — μακροχρονῶ, έω (Α) [μακρόχρονος] διαρκώ επί πολύ χρόνο, μακροχρονίζω … Dictionary of Greek